συνεργός

συνεργός
-ή, -ό / συνεργός, -όν, ΝΜΑ, και σύνεργος Α
ως ουσ. ο συμμέτοχος σε αδίκημα, αυτός που βοηθάει κάποιον με πράξη βοηθητική στην προπαρασκευή ή στην τέλεση αδικήματος (α. «συνεργός σε φόνο» β. «τοῑς ἀδικοῡσιν ἄλλους ξυνεργοὶ κατέστητε», Θουκ.)
νεοελλ.
ανατ. χαρακτηρισμός μυών ή μυϊκών ομάδων, η συστολή τών οποίων συμβάλλει στην πραγματοποίηση τής ίδιας κίνησης («συνεργοί μύες»)
μσν.-αρχ.
1. συνεργάτης, βοηθός (α. «θεοῡ γάρ ἐσμεν συνεργοί», ΚΔ.
β. «ὁ τοῡ θεοῡ φόβος τῆς ἀρετῆς συνεργός», Θεοδώρ.)
2. αυτός που συνεργάζεται με κάποιον, που συμβάλλει σε κάτι (α. «τῶν αἰτίων τὰ μὲν προκαταρκτικά, τὰ δὲ συνεκτικά, τὰ δὲ συνεργά, τὰ δὲ ὧν οὐκ ἄνευ», Κλήμ. Αλ.
β. «ξυνεργὸς ἀρετᾱς», Ευρ.
γ. «τῆς ἀγάπης συνεργέ», Λίβ. Ρόδ.)
αρχ.
ο συντεχνίτης, ο σύντροφος στην ίδια δουλειά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -εργός / -εργος (< ἔργον*), πρβλ. εν-εργός, πάρ-εργος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνεργός — working together masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεργός, -ός, -ό — 1. αυτός που συμπράττει σε μια κακή πράξη, συνένοχος: Είχε και συνεργούς στη ληστεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυνεργός — συνεργός , συνεργός working together masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεργόν — συνεργός working together masc/fem acc sg συνεργός working together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεργοί — συνεργός working together masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεργούς — συνεργός working together masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεργά — συνεργός working together neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεργέ — συνεργός working together masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεργῷ — συνεργός working together masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεργώ — συνεργός working together masc/fem/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”